- εγγονός
- και έγγονος και αγγονός και άγγονας, οθηλ. εγγονή και εγγόνη και αγγονή και εγγόνισσα, ηουδ. εγγόνι και αγγόνι, το (AM ἔγγονος, οθηλ. ἐγγόνη και ἔγγονος, η)το παιδί τού γιου ή τής κόρης κάποιου(αρχ.- μσν.) νεοσσός, μικρό πουλίαρχ.1. απόγονος2. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από κάποιον3. παραγωγικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγγονός < έγγονος με καταβιβασμό τού τόνου αναλογικά προς τα γιος, ανεψιός (πρβλ. προγονός)].
Dictionary of Greek. 2013.